
Γεννήθηκε το 1856 στην ενορία Πιστοφάντων. Είχε δύο τουλάχιστον αδερφούς (ο ένας εκ των οποίων ονομαζόταν Μιχαήλ) και δύο αδερφές, την Παρθένα (Σαββίδου) και τη Ναζλού. Παντρεύτηκε τη συγχωριανή του Ευδοκία Γαραϊλάν με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, την Ελένη (Ελέγκω), το Γεώργιο, τη Χρυσή, τον Κωνσταντίνο, την Ευτυχία και τη Χαρίκλεια. Σε νεαρή ηλικία ξενιτεύτηκε στον Καύκασο, όπου αναδείχθηκε σε επιτυχημένο εργολάβο-εργολήπτη δημοσίων έργων με γραφεία τόσο στο Βατούμ, όσο και στην Τιφλίδα. Κατοικούσε στο Βατούμ, ενώ διέθετε κι ένα εντυπωσιακό κτήμα 50 στρεμμάτων στο γειτονικό Αχαλσιόν, χωριό Σανταίων μεταναστών που ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1880 με αποφασιστική συμβολή του ίδιου. Βοήθησε πολλούς Σανταίους συμπατριώτες του να εγκατασταθούν στον Καύκασο, ενώ την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων προσέφερε χρήματα για την ενίσχυση του Ελληνικού Στρατού, με αποτέλεσμα να τιμηθεί από τη Βασίλισσα Όλγα με ειδικό αναμνηστικό δίπλωμα. Όπως αναφέρει στο βιβλίο της «Εκατοντάχρονη Οδύσσεια» η αείμνηστη εγγονή του Βάλια Μουρατίδου, ο Πολυχρόνιος Ξαντινίδης, απόγονος Σανταίων μεταναστών του Αχαλσιόν, της είχε πει κάποτε: «αν οι Κάθεν Χωρέτ’ (οι κάτοικοι της ενορία Τερζάντων) θρήνησαν τα λιγότερα θύματα κατά το Ολοκαύτωμα της Σάντας, ήταν γιατί ο παππούς σου πρόλαβε και έφερε τους περισσότερους στο Αχαλσιόν». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά τη σημαντική ζημία που υπέστη, όταν μια θεομηνία κατέστρεψε ένα μεγάλο έργο που είχε αναλάβει, αναγκάστηκε να πουλήσει το κτήμα του το Αχαλσιόν και να περιοριστεί στο Βατούμ. Πέθανε τη Μεγάλη Πέμπτη του 1914 στο Βατούμ.
Έρευνα: Δημήτρης Πιπερίδης