
Γεννήθηκε το 1870 στην ενορία Ζουρνατσάντων και ήταν γιος του Ιωάννη και της Βαρβάρας Καλαϊτζίδη. Παντρεύτηκε τη συγχωριανή του Ελένη Πουμπουρίδου, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά, το Θεόδωρο, τη Μαριάνθη, τη Σοφία, το Μιχαήλ, το Χρήστο, τον Κωνσταντίνο και τη Δωροθέα. Στα νεανικά του χρόνια εργαζόταν ως λιθοξόος στον Καύκασο και αναδείχθηκε σε έναν από τους καλύτερους μάστορες της εποχής του. Με τα χρήματα που κέρδισε άνοιξε φούρνο και παντοπωλείο στην παραλία της Δαφνούντας, ενώ στον πάνω όροφο του ίδιου οικήματος διατηρούσε ξενοδοχείο. Η επιχείρησή του ήταν ένα από τα πιο συνηθισμένα σημεία συνάντησης των Σανταίων που κατέβαιναν στην Τραπεζούντα, ενώ και ο ίδιος γινόταν συχνά αποδέκτης των χρηματικών εμβασμάτων και των ταχυδρομικών επιστολών των ξενιτεμένων Σανταίων, τα οποία με τη σειρά του διαβίβαζε στις οικογένειές τους στη Σαντά. Το 1918 με την υποχώρηση του Ρωσικού στρατού από την Τραπεζούντα κατέφυγε με την οικογένειά του στο Σοχούμ κι από εκεί ήρθε αργότερα στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ουρουμλή Λαγκαδά, όπου έζησε για μερικά χρόνια. Γύρω στο 1925 εγκαταστάθηκε οριστικά στο Αετοχώρι της Αλεξανδρούπολης. Πέθανε στο Αετοχώρι το 1941.
Έρευνα: Δημήτρης Πιπερίδης